- φουρνίρω
- (λ. γαλλ.), φούρνιρα και φουρνίρισα, μτβ., παρέχω, προμηθεύω, χορηγώ, εφοδιάζω με κάτι, προσφέρω (ειρωνικά): Για νέο μάς το φουρνίρεις; το ξέρουν όλοι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.